αχθηδών

αχθηδών
ἀχθηδών (-ονος), η (Α)
1. βάρος, φορτίο
2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + -δων-, επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη
πρβλ. ακεχηδών
«λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀχθηδών — weight fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνα — ἀχθηδών weight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνας — ἀχθηδών weight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνι — ἀχθηδών weight fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνος — ἀχθηδών weight fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνων — ἀχθηδών weight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόσι — ἀχθηδών weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόσιν — ἀχθηδών weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACEDIA — Graec. Α᾿κηδἰα, in genere, tristitia, molestia, anxietas, vel taedium, Ugutio, ἠ ῤαθυμία, ἀχθηδων`, λυμή, Suidae: In specie Cassiano de Coenob. Instit. l. 10. c. 1. et Collat. 5. c. 2. 9. taedium est et anxietas cordis, quae insestat Anachoretas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”